ακλάρωτος

ακλάρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έβγαλε μεγάλες κλάρες, μεγάλα κλαδιά: Η βελανιδιά είχε ψηλώσει, αλλά ήταν ακλάρωτη.
2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος: Είχε πολύ βιος, ήταν όμως ακλάρωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακλάρωτος — η, ο ο ακλάδωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαρωτός < κλαρώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”